κομπλεξάρω

κομπλεξάρω
[κόπλεξ]
δημιουργώ σε κάποιον σύμπλεγμα κατωτερότητας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κομπλεξάρω — κομπλεξάρω, κομπλεξάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”